παλαμοδιαίρετος

παλαμοδιαίρετος
-η, -ο
βοτ. (για φύλλα) αυτός που έχει σχήμα ανοιχτής παλάμης και οι τομές οι οποίες χωρίζουν τους λοβούς προχωρούν πολύ πιο πέρα από το μέσο τού ελάσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. palmipartite (< λατ. palma «παλάμη» + partitus, -a, -um, «μοιρασμένος, διαιρεμένος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”